Βροχή από το βυθό
Απόλυτη ξηρασία στο νησί. Τ’ αμπέλια κι οι ελιές λιμοκτονούν. Οι χείμαρροι ετοιμοθάνατοι. Τα βατράχια και οι σάλιαγκες κοντεύουν να ξεχάσουν την κανονική ζωή τους. Τα μποστάνια μοιάζουν χέρσα, εγκαταλειμμένα. Στις γλάστρες μόνο κάκτοι, στις αυλές φραγκοσυκιές. Οι γούρνες ασπρισμένες, μα ορφανές.Είπαν το νερό νεράκι. Μακριές, στριφογυριστές λιτανείες απελπισμένων χωρικών βαδίζουν με τα εικονίσματα στους ώμους. Τα μόνα υγραμένα σημεία εδώ και καιρό στον τόπο τους είναι τα πρόσωπά τους. Τρέχουν ασταμάτητα τα μάτια τους, καθώς γονατίζει η περηφάνια τους. Παρακάλεση για βροχή. Το χώμα ληθαργικό, ρόγχος η ανάσα του. Σκασμένα τα χείλη του, πυρωμένα. Το λάλον ύδωρ με οδύνη αναπολούν. Να φέρει ζωή και αναστάτωση ξανά.
Φτάνει το σκυθρωπό κομβόι στην αμμουδερή ακτή. Σταλίζει αποκαμωμένο. Το πέλαγος νωθρό, παρατηρεί. Έχει πετρώσει ως κι η προσευχή. Ξάφνου, μια υπόκωφη βουή το κορμί τους διαπερνά. Κάτι από τη θάλασσα πλησιάζει, με μια ανεπαίσθητα αιχμηρή στριγκλιά. Ήχος οξύς, βαθύς, διαπεραστικός. Συνεπαίρνει τους καρδιακούς παλμούς, σ’ αιχμαλωτίζει, σε δονεί. Μοιάζει με τραγούδι, αλλά και με σύνθημα απόκοσμο, ιερατικό.
Χωρίς να ξέρει το γιατί, πέφτει στα γόνατα ολόκληρη η πομπή. Με τις εικόνες των Αγίων αγκαλιά σαν βυζανιάρικα μωρά. Άχνα δεν βγαίνει απ’ το στόμα κανενός. Αυτό που θα συμβεί, ποιος να μπορούσε να το φανταστεί; Ξεσπάει μέσα απ’ τη θάλασσα η νεροποντή. Εξαίσιοι, καμπυλωτοί πίδακες νερού εκτινάσσονται απ’ τα κύματα και πέφτουν πάνω τους μ’ ορμή. Μουσκεύει σύμπασα η ακτή κι ως το μεδούλι όσοι βρίσκονται σ’ αυτή. Ο Αι Νικόλας με τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα μειδιούν κι οι Νηρηίδες στο χορό πρωτοστατούν.
Ένα κοπάδι φάλαινες φυσητήρες με δύναμη και χάρη σουλατσάρουν στα νερά. Βουτούν και αναδύονται ξανά. Τα σιντριβάνια εκπορεύονται απ’ το ρουθούνι τους το τρομερό. Νερό παλλόμενο, κρουστό, φτάνει καθάριο στην ακρογιαλιά. Είναι υφάλμυρο αρχικά, μετά γλυκό. Θαρρείς πως έχουν πιει υποθαλάσσιο ποταμό. Ξεπλένει τα χοχλίδια, τα βότσαλα, τους ανθρώπους με τα φουσκαλιασμένα χέρια και την άνυδρη καρδιά. Βρέχει, επιτέλους. Απαλά, ποτιστικά.
Θεός σχωρέσ’ τ’ αποθαμένα μας! ψιθυρίζουν μ’ άφατη χαρά. Αγκαλιάζονται σφιχτά. Ας γυρίσουν τώρα στη δουλειά.
Η Εύη Τσιτιρίδου - Χριστοφορίδου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Παιδαγωγικά και Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων. Από το 2003 εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Στο χώρο του παιδικού βιβλίου εμφανίζεται από το 2005, με παραμύθια, ιστορίες βραχείας φόρμας, διασκευές κλασικών έργων, βιβλία γνώσεων και δραστηριοτήτων, ποίηση και επιμέλειες βιβλίων άλλων συγγραφέων. Έργα της έχουν βραβευτεί από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και την Εστία Νέας Σμύρνης.
Το αληθινό στοιχείο της ιστορίας: Η μία μου ρίζα είναι από την Κρήτη. Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων τα περνούσα στο Μακρυγιαλό Λασιθίου, που «βλέπει» στο Λιβυκό πέλαγος. Αργότερα, ως ενήλικη πλέον, πήγαινα με τη μάνα να μαζέψουμε τις ελιές. Τέλη Οκτώβρη, αρχές Νοέμβρη. Μία τέτοια μέρα είδαμε από το χωράφι ένα κοπάδι φάλαινες φυσητήρες να σουλατσάρουν στο πέλαγο, παίζοντας και ξεφυσώντας τα σιντριβάνια τους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το θέαμα. Ένιωσα αυτήν την άφατη χαρά που μόνο η επαφή με την αρχέγονη φύση και η αληθινή τέχνη μας προσφέρουν. Μέθεξη.
Βροχή από το βυθό © 2025 by Εύη Τσιτιρίδου is licensed under Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 International




Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου