Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τελευταίο


Το τελευταίο μήνυμα που έστειλα στον μπαμπά μου το έχω ακόμα στο κινητό μου. Έχει ημερομηνία 7 Ιανουαρίου 2016 και γράφει «Όλα θα πάνε καλά. Σ’ αγαπώ πολύ. Φιλιά». Λίγες μέρες πριν είχε παρουσιάσει τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειάς του και την επόμενη θα ξεκινούσε εξετάσεις για να βρεθεί τι είχε. Δυστυχώς τίποτα δεν πήγε καλά. Ένα χρόνο μετά, στις 14 Ιανουαρίου 2017, ο μπαμπάς μου πέθανε.

Το τελευταίο email που του έστειλα λίγο αργότερα, το Μάρτη του 2016, το έχω κι αυτό κρατήσει. Υπήρχε πλέον η –πολύ κακή- διάγνωση κι ο μπαμπάς μου, σα να διαισθανόταν το τέλος, έκανε κάθε μέρα, όλη μέρα, ένα σκληρό απολογισμό της ζωής του, καταλήγοντας πάντα στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δεν πέτυχε αρκετά. Στο email αντέγραφα ένα κομμάτι από το άρθρο που είχα γράψει για εκείνον και τη μαμά μου «Μαμάδες κουμπιά – μπαμπάδες φτερά» και έκλεινα με τη φράση: «Με έμαθες να πετάω μπαμπά και σου είμαι ευγνώμων. Για μένα λοιπόν έχεις κάνει ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ. Σε αγαπώ πολύ.» Δεν ξέρω αν κατάφερα να τον παρηγορήσω.

Το τελευταίο email που μου έστειλε εκείνος είχε να κάνει με online μαθήματα αγγλικών. Ο μπαμπάς μου ήταν ένα από τα πλέον φιλομαθή άτομα που έχω γνωρίσει. Στα αγγλικά ήταν βασικά αυτοδίδακτος και τα κατάφερνε μια χαρά, ειδικά στο γραπτό λόγο. Παίδευε πολύ το γραπτό του, έψαχνε για ώρες την κατάλληλη λέξη ή φράση, με έπαιρνε τηλέφωνο για να του δώσω ιδέες. Πίστευε όμως ότι ένα επίσημο πτυχίο αγγλικών θα του είχε ανοίξει άλλες πόρτες στην επαγγελματική του πορεία και ήταν ένα από τα απωθημένα του. Όταν τον είχα ρωτήσει, εκείνο το τελευταίο διάστημα, τι θα ήθελε να κάνει περισσότερο από όλα, μου είχε απαντήσει να τελειοποιήσει τα αγγλικά του. Προσπάθησα μέχρι και να βρω δασκάλα να πηγαίνει στο σπίτι, έτσι για να του φύγει ο καημός, αλλά η συγκέντρωσή του χειροτέρευε συνεχώς και κουραζόταν εύκολα.

Το προτελευταίο και σχεδόν όλα τα άλλα email από τον μπαμπά μου έχουν να κάνουν με δουλειά. Ο μπαμπάς μου ζούσε για να δουλεύει. Η δουλειά του ήταν που τον έκανε δραστήριο και δημιουργικό. Και του άρεσε να μαθαίνει για τη δουλειά τη δική μου, του αδερφού μου, των άλλων. Έβρισκε αντιστοιχίες ανάμεσα στα διαφορετικά επαγγέλματα κι έφτιαχνε μεταφορές για να διανθίζει τα σεμινάρια που έκανε σε νεότερους συναδέλφους του μηχανικούς. Τη δική μου δουλειά την καταλάβαινε περισσότερο, ίσως και να τον συνάρπαζε, κι έτσι ο,τιδήποτε έβρισκε ενδιαφέρον στο internet μου το προωθούσε.

Η τελευταία του εκκρεμότητα ήταν η φροντίδα της μητέρας του - της γιαγιάς μου που ακόμα ζει. Λίγο πριν πεθάνει η αδερφή του, 11 χρόνια νωρίτερα από τον ίδιο, του ζήτησε να την προσέχει. Κι εκείνος τη στήριζε οικονομικά όσο μπορούσε, την έπαιρνε κάθε βράδυ στο τηλέφωνο να συζητήσουν ποια ταινία θα έβλεπε ο καθένας στην τηλεόραση (λάτρεις και οι δυο των αστυνομικών) και την επισκεπτόταν ανελλιπώς κάθε Κυριακή. Της πήγαινε βιβλία να διαβάσει (αστυνομικά κι αυτά) και κέικ ή βουτήματα από το Απολλώνιον στην Εθνικής Αντιστάσεως κι εκείνη έφτιαχνε τσάι, σαν φόρο τιμής στη ρωσική καταγωγή της. Τον τελευταίο χρόνο που δεν μπορούσε πια να οδηγήσει, τον συνόδευα εγώ σε αυτά τα απογευματινά τσάγια εμπλουτίζοντας το μενού με αλμυρές επιλογές. Αρκετά νωρίς στην πορεία της ασθένειάς του, μου έδωσε από μόνος του πρόσβαση στα χρήματά του και μου ζήτησε να της δίνω κάθε μήνα ένα ποσό για να συμπληρώνει την πενιχρή σύνταξή της. Αυτό το κάνω μέχρι σήμερα.


Οι τελευταίες του απολαύσεις ήταν τα καφεδάκια και οι μπυρίτσες στα μαγαζιά του Χαλανδρίου. Κλεισμένος όπως ήταν πια στο σπίτι, περίμενε την καθημερινή του βόλτα –πάντα με συνοδεία- πώς και πώς. Στην αρχή της ασθένειάς του, του έλεγα μεταξύ σοβαρού κι αστείου να επισκεφθούμε όλα τα μαγαζιά του Χαλανδρίου και να βαθμολογήσουμε ποιο κάνει τον καλύτερο καφέ, ποιο φέρνει το καλύτερο συνοδευτικό κ.λπ. Στην πράξη αυτό αποδείχτηκε αδύνατο αφού τα πόδια του σε πολύ μικρό διάστημα δεν τον κρατούσαν και σύντομα ούτε στο αγαπημένο του Simple δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε. Ευτυχώς, βρήκαμε καταφύγιο στην όμορφη αυλή της Κόκκινης Σβούρας, απέναντι σχεδόν από το σπίτι, μέχρι που δεν κατάφερε να ξανασηκωθεί από το κρεβάτι. Μου είναι τόσο πολύτιμες εκείνες οι στιγμές που περάσαμε μαζί πάνω από ένα καφέ, μια μπύρα και τα απαραίτητα γλυκά ή αλμυρά συνοδευτικά. Παρά τη θλίψη, ήμασταν μετά από πολύ καιρό οι δυο μας, απερίσπαστοι από υποχρεώσεις ή άλλες σκέψεις, και απλά τα λέγαμε.





Το τελευταίο βιβλίο που διάβαζε ήταν το «Εκ Πειραιώς» του Διονύση Χαριτόπουλου. Βασικά ήταν ένα από τα πολλά που διάβαζε τελευταία. Σαν να ήθελε να διαβάσει όσα περισσότερα βιβλία μπορούσε. Ο μπαμπάς μου λάτρευε τα βιβλία. Τον «παλιό καλό καιρό», όταν ακόμα τα εισοδήματά του δεν είχαν συρρικνωθεί, περνούσε κάθε Σάββατο από τον Παπασωτηρίου στη Στουρνάρη (που κάηκε το 2008), επιστρέφοντας από το μάθημα μπουζουκιού με τον επίσης συγχωρεμένο ρεμπέτη Καλφόπουλο. Σχεδόν κάθε φορά γύριζε από τον Παπασωτηρίου με βιβλία. Είχε πέσει σε κατάθλιψη όταν η σύνταξή του δεν έφτανε πια για να αγοράζει βιβλία όσο συχνά ήθελε. Τον τελευταίο καιρό σα να είχε απελευθερωθεί από το μόνιμο άγχος των χρημάτων που τον κατέτρεχε και το πέρασμα από τον Ευριπίδη στο Χαλάνδρι ήταν απαραίτητο όταν βγαίναμε για βόλτα. Αγόραζε -ή για να είμαστε πιο ακριβείς του αγοράζαμε- τα βιβλία δύο-δύο. Χαλάλι του. Αμέτρητα βιβλία είχε μαζέψει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ούτε ξέρω πόσα δωρίσαμε σε φίλους, ιδρύματα, φιλανθρωπικά παζάρια κι ακόμα η βιβλιοθήκη του είναι γεμάτη.


Για να γυρίσω στο «Εκ Πειραιώς», το είχαμε αγοράσει μαζί από τον Ευριπίδη και, όταν πέθανε, το βρήκα στη βιβλιοθήκη του μαζί με ένα άλλο βιβλίο του Χαριτόπουλου το «Πειραιώτες». Και τα δύο βιβλία είχαν post-its κολλημένα σε διάφορες σελίδες. Ξεφυλλίζοντας τα βιβλία, κατάλαβα ότι είχε βάλει post-its σε σελίδες που αναφέρονταν σε παλιά πειραιώτικα τραγούδια – όπως μου είπε η μαμά μου, μαζί με μια φίλη μουσικό από το χωριό μας στο Πήλιο, σκέφτονταν να οργανώσουν συναυλία το καλοκαίρι στο χωριό με πειραιώτικα τραγούδια. Κατέγραψα τα τραγούδια που είχε επιλέξει (στο «Εκ Πειραιώς» είχε φτάσει μέχρι τη σελίδα 169) και παρέδωσα τη λίστα στη φίλη του την επόμενη φορά που ανέβηκα στο Πήλιο – το πρώτο Πάσχα αφού έφυγε. Ελπίζω η συναυλία αυτή κάποτε να γίνει.

Το τελευταίο ταξίδι με τον μπαμπά μου στο Πήλιο, στο σπίτι που έχτισε με τις οικονομίες μιας ζωής, έγινε το Πάσχα του 2016, λίγους μήνες αφότου έγινε η διάγνωση. Ήταν ένα δύσκολο ταξίδι, συναισθηματικά και πρακτικά, αφού ο μπαμπάς μου δύσκολα πια περπατούσε, πόσο μάλλον στα καλντερίμια του χωριού, και γενικά τα συμπτώματά του είχαν αρχίσει να χειροτερεύουν. Όμως χαίρομαι πραγματικά που το κάναμε. Εκείνο το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι, που είχαμε πάει για τσίπουρα στην πλατεία του χωριού, με γυναίκα, παιδιά, γαμπρό, νύφη κι εγγόνια γύρω του, ίσως να ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε  πραγματικά ευτυχισμένος.


Τις τελευταίες του επιθυμίες –τις οποίες μου εμπιστεύθηκε- προσπαθήσαμε να τις σεβαστούμε. Και μπορώ να πω ότι η εκπλήρωσή τους με ανακούφισε, σαν να σήκωσε ένα μέρος του βάρους που είχα στην καρδιά μου. Δεν ξέρω αν αυτή ήταν η πρόθεσή του όταν μου τις εκμυστηρευόταν, το αποτέλεσμα είναι όμως που μετράει. Δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή, αλλά καμιά φορά αφήνω τον εαυτό μου να ονειρεύεται ότι ο μπαμπάς μου είναι το δέντρο που φυτέψαμε προς τιμήν του στον κήπο του σπιτιού μας στο Πήλιο και θα αγναντεύει για πάντα την πανέμορφη θέα προς τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε.

Σχόλια