Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι περιπέτειες ενός ψαρά ή Ο στεναχωρημένος πρίγκιπας ή Το θέατρο του παραλόγου Νο 419

Αυτή η ιστορία σκαρώθηκε κάποια στιγμή το περασμένο Φθινόπωρο (2015), αλλά τώρα βρίσκω χρόνο να την καταγράψω… Κάλλιο αργά παρά ποτέ γιατί κρίμα να ξεχαστεί ΤΕΤΟΙΑ ιστορία!

Ήταν ένα βράδυ που τρώγαμε με τη Σοφία και μου ζήτησε να της πω μια ιστορία που ΔΕΝ της είχα ξαναπεί και που ΕΠΡΕΠΕ να έχει μέσα:
  •         Ένα ψαρά
  •          Κάτι κακά ζώα
  •          Ένα κάστρο
  •          Και ένα πρίγκιπα
Κάπου εδώ θα έπρεπε ίσως να τελειώσει αυτή η ανάρτηση με μια πρό(σ)κληση να σκεφτείτε κι εσείς μια ιστορία με όλα τα παραπάνω και να κερδίσει η πιο… παράλογη! Αλλά αφού καθυστέρησα τόσο να την καταθέσω, ας την πάρει το ποτάμι.

Ήταν λοιπόν μια φορά κι ένα καιρό ένας ΨΑΡΑΣ που κάθε βράδυ έβγαινε με τη βάρκα του στη θάλασσα να πιάσει ψάρια. Ένα βράδυ όμως ξέσπασε μεγάλη τρικυμία. Η βάρκα του ψαρά πάλευε για ώρες με τα κύματα, αλλά ευτυχώς δε βούλιαξε. Όταν ηρέμησε η θάλασσα, ο ψαράς κατάλαβε ότι είχε απομακρυνθεί πολύ από το χωριό του και διέκρινε στα λίγα μέτρα μια άγνωστη στεριά. Σκέφτηκε λοιπόν να περάσει εκεί τη νύχτα κι όταν ξημέρωνε, να επέστρεφε στο σπίτι του.

Όταν βγήκε στη στεριά, τι να δει; Δεκάδες μάτια λαμπύριζαν στο σκοτάδι και τον κοιτούσαν με… κακία! Μα σε ποιους ανήκαν αυτά τα μάτια; Το φεγγάρι πρόβαλε ανάμεσα από δυο σύννεφα φωτίζοντας τον ουρανό κι ο ψαράς είδε ότι τα μάτια ανήκαν σε δεκάδες ΖΩΑ που τον πλησίαζαν με άγριες διαθέσεις!

Ένα λιοντάρι, το μεγαλύτερο, βρυχήθηκε: «Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ;» 
Ο ψαράς ψέλλισε φοβισμένος: «Ένας φτωχός ψαράς είμαι και η τρικυμία με έβγαλε στη χώρα σας. Αν με αφήσετε να περάσω εδώ τη νύχτα, αύριο πρωί-πρωί θα φύγω για να γυρίσω στο σπίτι μου.» 
«Δεν έχεις να πας πουθενά!», απάντησε το λιοντάρι. «Όποιος έρχεται εδώ, μένει για πάντα για να μας υπηρετεί. Και τώρα φτιάξε μας κάτι να φάμε, πεινάμε!»
Σοφία: Μαμά, όποτε θέλεις πες για το κάστρο. Όποτε θέλεις. (Βαρέθηκε το κεφάλαιο με τα ζώα, να το κλείσω γρήγορα να πάω στο επόμενο.)
Τι να κάνει ο καημένος ο ψαράς, πήρε τα καλάμια, τα παραγάδια και τα δίχτυα του, έπιασε πολλά ψάρια, άλλα τα έψησε, άλλα τα έκανε σούπα και τα ζώα έφαγαν, έφαγαν, έφαγαν, μέχρι που έσκασαν και το έριξαν στον ύπνο. Βρήκε ευκαιρία ο ψαράς, μπήκε στη βάρκα του και όπου φύγει-φύγει.

Κάνοντας γρήγορα κουπί, έφτασε σε ένα άλλο λιμάνι. Εκεί τον υποδέχτηκαν κάτι φρουροί: «Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ;» τον ρώτησαν. 
«Ψαράς είμαι», απάντησε εκείνος, «η τρικυμία με έβγαλε εδώ. Μόλις ξημερώσει, θα φύγω για να γυρίσω στο σπίτι μου.» 
«Δεν έχεις να πας πουθενά!», του είπαν εκείνοι. «Πρέπει να σε οδηγήσουμε στο ΚΑΣΤΡΟ και στον ΠΡΙΓΚΙΠΑ μας!»

Σε λίγο έφτασαν στο κάστρο και στην αίθουσα του θρόνου όπου καθόταν ένας πρίγκιπας κι έκλαιγε. «Γιατί κλαίτε μεγαλειότατε;» ρώτησε ο ψαράς. 
«Δεν ξέρω», απάντησε ο πρίγκιπας. «Είμαι πάντα τόσο στεναχωρημένος, μπουχουχουου!» 
«Ξέρετε», είπε δειλά ο ψαράς, «εγώ είχα βγει να πιάσω ψάρια απόψε και η τρικυμία με έβγαλε στη χώρα σας. Με την άδειά σας, μόλις ξημερώσει θα ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου.» 
«Όχιιι!», αγρίεψε ο πρίγκιπας, «όποιος έρχεται εδώ, μένει για πάντα για να με κάνει να γελάσω. Ορίστε λοιπόν, ξεκίνα!» 
«Μάλιστα μεγαλειότατε, μπορώ όμως να φάω κάτι πρώτα;» ρώτησε ο ψαράς για να κερδίσει λίγο χρόνο. 
«Εντάξει, πηγαίνετέ τον στο μαγειρείο!», διέταξε ο πρίγκιπας τους φρουρούς.

Την ώρα που έτρωγε ο ψαράς στο μαγειρείο, παρατήρησε μια πάρα πολύ όμορφη κοπέλα. «Ποια είναι αυτή;» ρώτησε τη μαγείρισσα. 
«Μια καινούργια υπηρέτρια, μόλις σήμερα ξεκίνησε», απάντησε εκείνη. 
«Αυτή πρέπει να πάει το επόμενο γεύμα στον πρίγκιπα! Μόλις τη δει, θα φτιάξει σίγουρα η διάθεσή του έτσι όμορφη που είναι!», είπε ο ψαράς και η μαγείρισσα συμφώνησε.

Ανέβηκε πάλι ο ψαράς στην αίθουσα του θρόνου και μετά από λίγο ήρθε η όμορφη υπηρέτρια με το γεύμα του πρίγκιπα. Εκείνος μόλις την είδε, πρώτα τα έχασε κι ύστερα άρχισε να γελάει. «Επιτέλους βρήκα μια κοπέλα που θέλω να παντρευτώ! Είμαι τόσο ευτυχισμένος!»
Σοφία: Όχι! Ο πρίγκιπας δεν μπορεί να παντρευτεί υπηρέτρια! Πρέπει να παντρευτεί πριγκίπισσα!Εγώ: Ναι καλέ, μπορεί! Και μόλις την παντρευτεί, θα γίνει πριγκίπισσα!Σοφία: Όχι, δεν μπορεί! (Μα πώς μας βγήκε αυτή βασιλικότερη του βασιλέως; Τσάμπα η δημοκρατική διαπαιδαγώγηση!)Και συνεχίζει η ίδια το παραμύθι: Και τότε έφτασε μια άμαξα και μέσα ήταν μια πριγκίπισσα!Εγώ: Καλά εντάξει, δε θα παντρευτεί υπηρέτρια. Περίμενε λίγο και θα δεις.
Αλλά εκεί που ο πρίγκιπας ήταν χαρούμενος, άρχισε πάλι να κλαίει. 
«Γιατί κλαίτε τώρα μεγαλειότατε;» ρώτησε ο ψαράς που φοβόταν ότι δε θα γυρίσει ποτέ στο σπίτι του. 
«Κλαίω γιατί οι γονείς μου δε θα με αφήσουν ποτέ να παντρευτώ κοπέλα που δεν είναι πριγκίπισσα! Μπουχουχουου!»

Και τότε ακούστηκε μια άμαξα. Ήταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα που επέστρεφαν από ταξίδι. Σε λίγο μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου και βρήκαν το γιο τους να κλαίει. «Γιατί κλαις παιδί μου;» ρώτησε η βασίλισσα. 
«Κλαίω γιατί επιτέλους βρήκα μια κοπέλα που θέλω να παντρευτώ, αλλά είναι υπηρέτρια!» 
«Και ποια είναι η κοπέλα που θέλεις να παντρευτείς;» ξαναρώτησε η βασίλισσα. 
Ο πρίγκιπας έδειξε την υπηρέτρια. 
«Μα αυτή δεν είναι υπηρέτρια! Είναι η πριγκίπισσα Σοφία! Μόλις επιστρέψαμε από το παλάτι των γονιών της που είχαμε πάει για να κανονίσουμε το γάμο σας. Μα κι εσύ κορίτσι μου, γιατί μεταμφιέστηκες σε υπηρέτρια;» ρώτησε η βασίλισσα την κοπέλα. 
«Γιατί ήθελα ο πρίγκιπας να με αγαπήσει για μένα κι όχι επειδή είμαι πριγκίπισσα» απάντησε εκείνη (είχα δεν είχα, πέρασα εμμέσως το αντι-βασιλικό μήνυμα).

Κι έτσι ο πρίγκιπας έγινε χαρούμενος και δεν ξαναέκλαψε ποτέ. Και στον ψαρά έδωσε πολλά δώρα για αυτόν και την οικογένειά του και τον έστειλε στο σπίτι του. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Φιου, πάει κι αυτό. Η πρό(σ)κληση πάντως ισχύει. Σκεφτείτε κι εσείς μια ακόμα πιο παράλογη ιστορία με ψαρά, κακά ζώα, κάστρο, πρίγκιπα και (την προσθήκη της τελευταίας στιγμής) άμαξα!

Η Σοφία πρίγκιπας. Real size oil pastel self-portrait.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου