Ως γονείς, ζούμε μοναδικές στιγμές δίπλα σε ένα μικρό
άνθρωπο που ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή – ο τρόπος που επιλέγει να γνωρίσει τον κόσμο, οι διαφορετικές χρήσεις των πραγμάτων
που βρίσκει, οι ερωτήσεις που κάνει, όλα αυτά μας αφήνουν συχνά (συνέχεια μη
σου πω) κατάπληκτους.
Η Σοφία, όπως όλα τα παιδιά, κάνει πολλές ερωτήσεις.
Ξεκίνησε με τα «Τι ν ατό;», «Κο (πώς) κάνει;», «Τι χώμα (χρώμα) είναι;» και «Ποιανού
ναι;» και τώρα, κάτι παραπάνω από 2,5 ετών, οι περισσότερες ερωτήσεις είναι
σχετικά με το τι λέει κάποιος στη μαμά του, στον μπαμπά του, στη γιαγιά του και
σε όλο του το σόι, τι του απαντάνε μετά εκείνοι και ξανά από την αρχή, πολλές φορές
μέσα στη μέρα.
Και καλά να με ρωτάει τι λέει ο Ηλίας ο συμμαθητής της στην
Κατερίνα τη δασκάλα της, ένα παιδάκι ζωγραφισμένο σε ένα βιβλίο στη μαμά του, άντε και η αραχνούλα που είδαμε στην αυλή στον μπαμπά της. Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν συνδυάζονται μεταξύ τους φαινομενικά άσχετα
πρόσωπα ή ζώα (ή και τα δύο, δεν κάνουμε διακρίσεις) και πρέπει να επινοήσω διαλόγους. Κι αν τύχει κάποια στιγμή να ξεμείνω από ιδέες και πω «Τι να του λέει άραγε;» για να κερδίσω λίγο χρόνο βρε αδερφέ, μου απαντάει με επιτιμητικό ύφος: «Εσύ να πεις!»
Έτσι κάπως ξεκίνησε η ιστορία του καουμπόη – που νομίζω ότι
είναι από τις πιο σουρεάλ που έχω σκαρώσει. Είχα κόψει φιγούρες παιδιών με
αποκριάτικες στολές από ένα κατάλογο παιχνιδιών για να τις κολλήσει όπως θέλει
σε ένα αυτοσχέδιο βιβλιαράκι – τι το ήθελα;; Για ανεξήγητο λόγο, ο καουμπόης βρέθηκε σε
μια σελίδα μαζί με μια γιατρό (και ένα μάγο αλλά σε αυτόν δε έδωσε σημασία) και τότε άρχισε το θέατρο του παραλόγου, με τη μαμά να παίζει όλους τους ρόλους (φυσικά με διαφορετικές φωνές γιατί αλλιώς μας κάνει και παρατήρηση).
Σοφία: «Τι του
λέει του γιατρού ο καουμπόης;»
Καουμπόης: «Πονάει
ο λαιμός μου γιατρέ.»
Σοφία: «Και ο
γιατρός τι του λέει;»
Γιατρός: «Για
άνοιξε το στόμα σου. Πω-πω, κατακόκκινος είναι ο λαιμός σου. Δε σου έχω πει να
μην τρως παγωτά το χειμώνα;»
Σοφία: «Θα του
δώσει καραμέλες ο γιατρός;»
Εγώ: «Όχι,
χαμομήλι με μέλι.»
Σοφία: «Και τι
του λέει;» (Δε θα ξαναγράψω αυτή την
ερώτηση για να μη σας κουράζω, εννοείται ότι επαναλαμβάνεται κάθε φορά που
τελειώνω μια φράση!)
Γιατρός: «Λοιπόν,
καουμπόη, να πίνεις δυο φορές τη μέρα ζεστό χαμομήλι με μέλι, να φοράς πάντα το
μαντήλι σου και να μη φωνάζεις!»
Καουμπόης: «Μα
δεν μπορώ να μη φωνάζω, πηγαίνω κάθε μέρα τις αγελάδες μου να βοσκήσουν και
πρέπει να φωνάζω για να μην απομακρύνονται από το κοπάδι!»
Κάποια στιγμή είχε
μπει στην κουβέντα και μια πριγκίπισσα, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πως, με την
οποία κάνει παρέα ο καουμπόης. Για χάρη συνέχισης της ιστορίας, τους πάντρεψα!
Γιατρός: «Ε τότε,
να παίρνεις την πριγκίπισσα μαζί σου να φωνάζει εκείνη στις αγελάδες.»
Σοφία: «Και τι λέει ο καουμπόης στην πριγκίπισσα;»
Καουμπόης: «Ο
γιατρός λέει ότι δεν πρέπει να φωνάζω για να περάσει ο λαιμός μου. Θα έρθεις λοιπόν μαζί μου να φωνάζεις εσύ στις αγελάδες για να μην
απομακρύνονται από το κοπάδι;»
Πριγκίπισσα: «Μα
τι λες καουμπόη! Δε φτάνει που άφησα το παλάτι μου, το βασιλο-μπαμπά μου και τη βασιλο-μαμά
μου και σε παντρεύτηκα! Θα τρέχω και πίσω από τις αγελάδες; Μπουχουχου!»
Σοφία: «Και τι
λέει στον μπαμπά της η πριγκίπισσα;» (Την πάτησα, έβαλα κι άλλα πρόσωπα στην
ιστορία, δε θα τελειώσει ποτέ…)
Εγώ: «Η πριγκίπισσα λοιπόν πήρε τηλέφωνο τον μπαμπά της να
παραπονεθεί.»
Πριγκίπισσα: «Μπαμπάκα μου, ο καουμπόης είναι άρρωστος και πρέπει εγώ να φωνάζω στις αγελάδες!»
Βασιλιάς: «Ε
παιδί μου έτσι είναι ο γάμος, πρέπει να κάνεις ότι σου λέει ο άντρας σου.»
Σοφία: «Να
μιλήσει στη μαμά της.»
Πριγκίπισσα: «Αχ
μπαμπά, δε με καταλαβαίνεις. Δώσε μου να μιλήσω στη μαμά.»
Βασίλισσα: «Έλα
κοριτσάκι μου! Τι κάνεις;»
Πριγκίπισσα: «Μαμά μου, ο καουμπόης θέλει να μαζεύω τις αγελάδες!»
Βασίλισσα: «Δε στα έλεγα εγώ; Να μην τον παντρευτείς; Κοτζάμ πρίγκιπα
σου είχαμε βρει, αλλά εσύ ήθελες τον καουμπόη!» (Που ήταν άντρακλας και αυτοδημιούργητος, όχι σαν αυτό τον τζιτζιφιόγκο
τον πρίγκιπα – αυτό το τελευταίο το σκέφτηκα, δεν το είπα.)
Σοφία: «Στη
γιαγιά της να μιλήσει τώρα.»
Πριγκίπισσα: «Μαμά
δε σε πήρα τηλέφωνο για να με μαλώσεις! Δώσε μου τη γιαγιά!»
Γιαγιά πριγκίπισσας:
«Κοριτσάκι μου μη στεναχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά!»
Σοφία: «Και στον
παππού της!»
Παππούς πριγκίπισσας:
«Άκου κοριτσάκι μου. Λοιπόν, να του κάνεις το χατίρι και να πας μαζί του να
βοσκήσετε τις αγελάδες. Και μετά να του ζητήσεις να σου κάνει κι αυτός ένα
χατίρι. Να σε φέρει στο παλάτι που έχουμε τόσο καιρό να σε δούμε. Η γιαγιά σου
θα σου φτιάξει τούρτα που τόσο σου αρέσει κι εγώ θα σου παίξω τραγουδάκια με
την κιθαρίτσα!»
Σε αυτό το τελευταίο η Σοφία έχει σκάσει πλατύ χαμόγελο
γιατί με τον παππού της παίζουν κιθαρίτσα και τραγουδάνε, το δε αγαπημένο της φαγητό
είναι η... τούρτα! Κάπως έτσι μπορέσαμε να πούμε ένα «Και ζήσανε αυτοί καλά κι
εμείς καλύτερα» και να πάμε να κοιμηθούμε. Μέχρι να ξυπνήσουμε βέβαια, γιατί
προβλέπω ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες ερωτήσεις τύπου «Και τι λέει στον μπαμπά του
ο καουμπόης;» και θα αρχίσουμε το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας, από το σόι του
καουμπόη αυτή τη φορά…
Μωρέ τι φαντασία είναι αυτή! Σε συγχαίρω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαχα, τι να κάνω, με εξωθεί η κόρη μου!
ΔιαγραφήRespect!!!Τρελή φαντασία... Έχεις προχωρήσει πολύ
ΑπάντησηΔιαγραφή