Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η μάχη των πιροσκί

Λίγο μετά την πρώτη επέτειο αυτού του blog (που έχω παρεμπιπτόντως παραμελήσει για χάρη μιας άλλης σελίδας, ας μην το κάνω θέμα τώρα), μια Χριστουγεννιάτικη ανάρτηση! Ενδείκνυνται τα  Χριστούγεννα για γράψιμο: έχουμε μαζέψει αρκετές αναμνήσεις, ειδικά από τα Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων...

Τα Χριστούγεννα είναι σε μεγάλο βαθμό η συνέχιση παραδόσεων: το δέντρο, τα δώρα, τα μελομακάρονα, τα τραπέζια… Φυσικά κάθε οικογένεια έχει (ή δημιουργεί) και τις δικές της ξεχωριστές παραδόσεις. Η δική μας οικογένεια είχε αρκετές τέτοιες. Ανήμερα Χριστουγέννων πηγαίναμε για μεσημεριανό φαγητό στη γιαγιά Μαρίκα και στον παππού Τάκη (τώρα πια πηγαίνουμε στης μαμάς μου). Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων μας είχαν τραπέζι η γιαγιά Χρυσούλα και η προγιαγιά Ρόζα – ναι, ήμασταν με τον αδερφό μου αρκετά τυχεροί να γνωρίσουμε και τις δυο προγιαγιάδες μας και ειδικά τη μία –για την οποία και ο λόγος- να την έχουμε κοντά μας μέχρι τα φοιτητικά μας χρόνια. Η προγιαγιά Ρόζα, μαζί με τον άντρα της και τα δυο τους παιδιά, ήρθαν στην Αθήνα τη δεκαετία του 1930, πρόσφυγες από τη Ρωσία. Από ότι αντιλαμβάνομαι, εκείνη την εποχή πρόσφυγας από την Ρωσία σήμαινε αυτομάτως κομμουνιστής κι έτσι οι παππούδες του πατέρα μου προσπάθησαν περισσότερο να ενσωματωθούν στη νέα τους πατρίδα, παρά να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους. Ωστόσο, κάποιες από αυτές επιβίωσαν μέχρι τη δική μας γενιά. Και βασικά μιλάω για τα φαγητά της προγιαγιάς Ρόζας, φαγητά που δεν τρώγαμε πουθενά αλλού: στα τραπέζια που έκανε υπήρχε πάντα σούπα μπορς συνοδεία βουνών από πιροσκί. Κι ενώ εμείς τα παιδιά, ο αδερφός μου, εγώ και τα ξαδέρφια μας, κάναμε τα πάντα για να αποφύγουμε τη σούπα (ενώ αργότερα τη λατρέψαμε), τσακωνόμασταν για το ποιος θα πρωτοφάει τα περισσότερα πιροσκί.

Το πρόβλημα βέβαια με τις οικογενειακές παραδόσεις είναι να βρεθεί ο συνεχιστής τους όταν ο ‘πρωτεργάτης’ φύγει. Όταν έφυγε η προγιαγιά Ρόζα, η γιαγιά Χρυσούλα προσπάθησε να συνεχίσει τα τραπέζια της δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων, αλλά χωρίς βοήθεια σταμάτησε λίγα χρόνια μετά. Εκείνη την εποχή, εμάς τα παιδιά –που ήμασταν από 20 κάτι έως 30 κάτι- δε μας ενδιέφερε και τόσο πολύ. Είχαμε όπως ήταν φυσικό άλλες προτεραιότητες: σπουδές, δουλειά, σχέσεις… Δε φανταζόμασταν ότι, μαζί με  τα ωραία πιροσκί της προγιαγιάς Ρόζας, θα μπορούσαμε να χάσουμε και ένα μέρος της οικογενειακής μας ιστορίας. Η συνταγή παρέμενε βέβαια καλά φυλαγμένη στο μυαλό της γιαγιάς Χρυσούλας που είχε βοηθήσει αμέτρητες φορές τη μαμά της να τα φτιάξει. Κάποιος όμως έπρεπε να την ξεκλειδώσει.

Κι έτσι, πριν από λίγους μήνες, καμιά δεκαπενταριά χρόνια μετά το τελευταίο οικογενειακό τραπέζι στο προσφυγικό σπίτι της προγιαγιάς Ρόζας, ο αδερφός μου αποφάσισε να καλέσει τη γιαγιά Χρυσούλα στο σπίτι του να του μάθει να φτιάχνει πιροσκί. Εκείνη πήγε με όλα της τα σύνεργα: μέχρι και το φλιτζανάκι που χρησιμοποιούσε για να μετράει το λάδι. Η χρονική στιγμή δεν πρέπει να ήταν τυχαία. Φαντάζομαι ότι για τον αδερφό μου, οικογενειάρχης πια με δυο κοριτσάκια, είναι τώρα σημαντικό να ξαναβρεί και να συνεχίσει τις οικογενειακές μας παραδόσεις. Όπως είναι και για μένα. Γι’ αυτό και μόλις ανέβηκα στην Αθήνα για γιορτές με το Χρήστο και τη Σοφία, οργανώσαμε με τον αδερφό μου σεμινάριο εκμάθησης πιροσκί το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων. Εκείνος τα έφτιαχνε για τρίτη φορά, εγώ κυρίως παρακολουθούσα. Φυσικά δεν τα πετύχαμε ακριβώς – η γιαγιά Χρυσούλα και ο μπαμπάς μου μας έκαναν τις παρατηρήσεις τους την επόμενη μέρα. Δεν είχαν αρκετό αλάτι, δεν είχαν αρκετή γέμιση, αυτά που είχα τυλίξει εγώ άνοιξαν στο τηγάνισμα… Κι όμως, όταν έκοψα το πρώτο πιροσκί στη μέση, το μύρισα και τέλος το έφαγα, μου ήρθαν συμπυκνωμένες όλες οι αναμνήσεις από εκείνα τα τραπέζια, τα αρώματα, οι γεύσεις, τα γέλια – με διακριτική πρωταγωνίστρια πάντα την προγιαγιά Ρόζα.


Ήταν μια διαφορετική παραμονή Χριστουγέννων. Με ζύμωμα, γέμισμα των πιροσκί και τηγάνισμα. Με πολύ παιχνίδι με τις ανιψούλες μέχρι να ανέβει η ζύμη. Το τραπέζι μας απλό: μόνο πιροσκί, κολοκυθόσουπα που έφτιαξε η γυναίκα του αδερφού μου η Εύη και αγαπημένα πρόσωπα. Ο αδερφός μου κι η Εύη, ο Χρήστος κι εγώ, ο Λουκάς, από τους παλιότερους και πιο αγαπημένους μας φίλους, με τη μαμά του. (Θα έπρεπε να είναι και οι γονείς μας αλλά έκαναν babysitting στη Σοφία...) Και φυσικά η προγιαγιά Ρόζα. Με τα ασημένια της μαλλιά και τα μαύρα, πανέξυπνα μάτια της. Όπου κι αν βρίσκεσαι, να ξέρεις ότι σε θυμόμαστε.


Υ.Γ. 1 Τι να σας ευχηθώ για τη νέα χρονιά; Υγεία καταρχήν και μετά την "ευτυχία των μικρών πραγμάτων". Συνεχίστε τις οικογενειακές σας παραδόσεις ή να δημιουργήσετε καινούργιες: από αυτές φτιάχνονται οι αναμνήσεις μας. 

Υ.Γ.2 Αδερφούλη λες να δημιουργήσαμε μια νέα οικογενειακή παράδοση; Η δική μας μαμά μας έφτιαχνε βολοβάν το βράδυ της παραμονής Χριστουγέννων. Λες εμείς να φτιάχνουμε στα παιδιά μας πιροσκί; Του χρόνου όλες οι μικρές στρωματσάδα!

Σχόλια

  1. Τώρα που ανέφερες τα βολοβάν... μήπως να αναβιώσουμε την παράδοση στο σύνολό της;; Παραμονή τα βολοβάν και πιροσκί την επομένη;;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. 100% μέσα! Φανταστικά ήταν ΚΑΙ τα βολοβάν! Δε σε έχω εντυπωσιάσει με τη μνήμη μου;; Χαχα!!

      Διαγραφή
  2. Υπέροχη ανάρτηση! Τόσο συγκινητική μέσα από την απλότητα και την καθημερινότητά της. Εύχομαι να συνεχίσετε όλες τις παραδόσεις που σας ταιριάζουν αλλά και να φτιάξετε καινούργιες για τα παιδιά σας!!! Καλή χρονιά σας εύχομαι και πάντα με υγεία και χαρά! Κάλη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή χρονιά και σε σας Κάλη! Και σ' ευχαριστώ πολύ γι' αυτά σου τα λόγια!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου