Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το σπίτι των θαυμάτων



Αν έπρεπε να επιλέξω ένα σημείο αναφοράς για όλη την παιδική μου ηλικία, αυτό θα ήταν το εξοχικό μας σπίτι στον Άγιο Νικόλα, ένα παραθεριστικό οικισμό κοντά στη Ραφήνα. Ίσως γιατί εκεί έχω τις περισσότερες αναμνήσεις από τον αγαπημένο μου παππού και την καλή μου τη γιαγιά που, όπως και το σπίτι, δεν υπάρχουν πια. Ίσως γιατί στα μάτια ενός παιδιού ήταν ένα μαγικό σπίτι με κρυφές γωνιές και πράγματα να ανακαλύψεις, να μυρίσεις και να γευτείς.

Θυμάμαι τη γεύση των σύκων που μας έκοβε ο παππούς από τη συκιά και τα τρώγαμε επιτόπου ανοίγοντας το φρούτο στα δυο και ρουφώντας τη σάρκα του… Τη μυρωδιά της ντομάτας στο τσαμπί… Την αίσθηση των σταφυλιών που έσπαγαν κάτω από τις πατούσες μου τις εποχές που ο παππούς έφτιαχνε το δικό του κρασί – ένα ξύδι για τα σημερινά δεδομένα, αλλά τότε οι μεγάλοι το έπιναν αφειδώς και ο παππούς πήγαινε περήφανος κάθε λίγο και λιγάκι στο αποθηκάκι με το βαρέλι και γέμιζε την τσίγκινη καράφα. Ακολουθούσαν ψευτο-καυγάδες για τα πολιτικά, όταν πια είχε θολώσει από το κρασόξυδο το μυαλό, ανάμεσα στα τρία στρατόπεδα της οικογένειάς μου: δεξιοί (παππούς και θείος Γιωργάκης), ΚΚΕ εσωτερικού (κόρες), ΠΑΣΟΚ (γαμπροί) – τότε βλέπετε οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν ακόμα για τα πολιτικά!

Ο αδερφός μου κι εγώ συνωμοτούσαμε στην πίσω βεράντα που σπάνια ανέβαιναν οι μεγάλοι, φαντάζομαι γιατί ήταν μακριά από την κουζίνα και πάντα την έπιανε το βοριαδάκι από τη θάλασσα. Ή ανεβάζαμε θεατρικές παραστάσεις στο μπαλκονάκι που δημιουργούσαν τα δυο επίπεδα του σπιτιού: στο πρώτο το καθιστικό και στο δεύτερο, 4-5 σκαλιά ψηλότερα, οι κρεβατοκάμαρες. Εγώ έγραφα το σενάριο, σκηνοθετούσα και σκάρωνα τραγουδάκια στην κιθάρα κι ο αδερφός μου έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας, κυρίως σε γυναικείους ρόλους. Μαντεύετε ποιος εισέπραττε τα περισσότερα χειροκροτήματα!

Τα πρωινά τρώγαμε ζεστό ψωμί που μόλις είχε φέρει ο παππούς από το φούρνο του Φίλιππα με μαρμελάδα της γιαγιάς από τη βερικοκιά μας. Μετά πηγαίναμε απαραίτητα για μπάνιο στη θάλασσα, με τα σκυλιά της Ελίτας της γειτόνισσας να μας ξεπροβοδίζουν και να μας υποδέχονται γαυγίζοντας κάθε φορά. Επιστρέφοντας, πλενόμασταν με τη μάνικα στον μπροστινό κήπο με τις βουκαμβίλιες και τα γεράνια και μετά τρώγαμε ψάρι που είχε αγοράσει ο παππούς από το φίλο του τον Αντώνη, λέγοντας: «Σήμερα μας κάνει το τραπέζι η Χριστίνα». Ήξερε ότι σιχαινόμουν το ψάρι κι έτσι με έπιανε στο φιλότιμο κι έτρωγα λιγάκι. Ή έφτιαχνε η γιαγιά κάποιο από τα θρυλικά λαδερά της με τη σπιτική σάλτσα ντομάτας – αρνιόταν πεισματικά να χρησιμοποιήσει κονσέρβα, ακόμα και το χειμώνα. Προς το τέλος κάθε καλοκαιριού, άρχιζε ο «πόλεμος της ντομάτας» όπως τον αποκαλούσε ο μπαμπάς μου, με τη γιαγιά μου να αγοράζει με τα καφάσια τις ντομάτες από τον πλανόδιο «κανάβη» όπως τον έλεγα εγώ μικρή, αφού πρώτα είχε γίνει βίδες μαζί του γιατί θεωρούσε ότι την έκλεβε. Και μετά περνούσε ώρες ατελείωτες αλέθοντας ντομάτες για να έχει στοκ για το χειμώνα!

Μετά το φαγητό υποχρεωτικά στα κρεβάτια μας για να πάρει τον απαραίτητο μεσημεριανό υπνάκο του ο παππούς: «Να μην ακούσω αναπνοή!» έλεγε. Βέβαια με τον αδερφό μου σπανίως κοιμόμασταν. Είτε μιλούσαμε ψιθυριστά «σαν τις κομμένες κεφαλές» που έλεγε ο μπαμπάς μου (μα τι έκφραση κι αυτή!) είτε διαβάζαμε, ο αδερφός μου Μίκυ Μάους κι εγώ κάποιο από τα αγαπημένα μου βιβλία που διάβαζα ξανά και ξανά κάθε καλοκαίρι, την «Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς» ή «Λουίζα και Λότη». Ή έγραφα και ζωγράφιζα στη λουλουδένια ταπετσαρία του δωματίου μας. Ο θείος μου πριν λίγους μήνες χαρακτήρισε αυτό τον τοίχο «παράθυρο» στο μυαλό και στις ανησυχίες μου. Αν και το σπίτι το μοιραζόμασταν δέκα άτομα, δεν είχα ποτέ μου σκεφτεί ότι κάποιος άλλος διάβαζε αυτά που έγραφα και σίγουρα δε θα περίμενα να τα θυμάται μετά από τόσα χρόνια!

Το τι έγραφα ακριβώς δεν μπορώ να σας το πω – υποθέτω όλα αυτά τα ρομαντικά που σκέφτονται τα κορίτσια σε αντίστοιχη ηλικία. Θυμάμαι μόνο ένα ποίημα που είχε γράψει η φίλη μου η Άννα και μου το είχε εκμυστηρευτεί:

Ήμουν μόνη, τόσο μόνη
Άκουγα τα κύματα που έσπαγαν στους βράχους
Περπάτησες στη ζωή μου
Κι εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να σε ξεχάσω

Ίσως κάποιο αγοράκι να με είχε πληγώσει κι εμένα όπως την Αννούλα και γι’ αυτό αντέγραψα το ποιηματάκι της στον τοίχο μου. Ίσως να μου φάνηκε ταιριαστό γιατί από το παράθυρο του δωματίου μας έμπαινε ο ήχος της θάλασσας. Δεν έχει σημασία: ήταν ο τοίχος μου και πάνω σε αυτόν έγραφα ό,τι ήθελα.

Τα απογεύματα η γιαγιά μας κερνούσε βυσσινάδα, υποβρύχιο ή σπιτική γρανίτα από βερίκοκα της ίδιας βερικοκιάς – θυμάμαι τον ήχο του κουταλιού που «έξυνε» με μανία την παγωμένη επιφάνεια της γρανίτας για να βγάλει αρκετή ποσότητα και να γεμίσει ένα ποτήρι. Ή μας έδιναν λεφτά και πηγαίναμε μέχρι τον κυρ-Χρήστο για παγωτό. Όταν ο αδερφός μου μεγάλωσε λιγάκι και απέκτησε τις δικές του παρέες, εγώ περνούσα τα απογεύματα κάνοντας «βραχοβασία», ένα σπορ δικής μου επινόησης: η ακτή στον Άγιο Νικόλα που βρισκόταν το σπίτι αποτελείται από μικρά κλειστά λιμανάκια κι εγώ πήγαινα από το ένα στο άλλο σκαρφαλώνοντας στους βράχους. Ή έκανα ποδηλατάδες μέχρι τη Ραφήνα. Σε μια από αυτές έπεσα και χτύπησα τόσο πολύ τα μούτρα μου που πέρασα όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι φορώντας ένα αυτοσχέδιο φερετζέ για να μη βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη κάθε φορά που πήγαινα στην τουαλέτα!

Θα μπορούσα να γεμίσω πολλές σελίδες γράφοντας γι’ αυτό το σπίτι, που σημειωτέον δεν αγαπούσα πάντα. Στην προ-εφηβεία και στην εφηβεία μάλιστα, μπορεί και να το μισούσα γιατί οι παρέες μου ήταν μακριά και βαριόμουν. Το συμπάθησα πάλι σαν φοιτήτρια, όταν μπορούσα να πηγαίνω εκεί με τους φίλους μου. Δεν πρόλαβα όμως να το χαρώ και πολύ. Ένα βράδυ περασμένα μεσάνυχτα το χειμώνα του 1991, χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα εγώ. Ήταν ο γείτονάς μας στον Άγιο Νικόλα. Το ξύλινο σπιτάκι μας έπιασε φωτιά και λαμπάδιασε μέσα σε λίγα λεπτά.

Δεν ξέρω γιατί ένιωσα τώρα την ανάγκη να γράψω για το σπίτι στον Άγιο Νικόλα, ούτε και ποιον θα ενδιέφερε να διαβάσει γι’ αυτό, εκτός φυσικά από την οικογένειά μου. Ίσως γιατί μεγαλώνοντας τη Σοφία θυμάμαι πως ήμουν κι εγώ σαν παιδί. Ή ίσως γιατί αντιλαμβάνομαι ότι οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό το ποιοι είμαστε σήμερα και θέλω και η Σοφία να αποκτήσει τις δικές της μαγικές αναμνήσεις. Κατά μία έννοια, το σπίτι συνεχίζει να επιβιώνει μέσα από ένα κουκούτσι από βερίκοκο της θρυλικής βερικοκιάς που αρχικά είχα φυτέψει σε γλάστρα στο μπαλκόνι μου και τώρα έχει γίνει σωστό δέντρο στο εξοχικό μας στο Πήλιο – ελπίζω την παράδοση της μαρμελάδας να τη συνεχίσουμε η μαμά μου κι εγώ! 

Μα στα όνειρά μου βρίσκομαι στο σπίτι των θαυμάτων ακριβώς όπως το θυμάμαι: φτιάχνω κεφτεδάκια από λάσπη, τραβώ τους στήμονες από το αγιόκλημα και ρουφώ τη σταγονίτσα νέκταρ όπως μου είχε δείξει ο παππούς μου ή κρύβομαι στο «ησυχαστήριό» μου, το πέρασμα που αφήνει το σπίτι από το φράχτη του γείτονα του κυρ-Γιώργου, εκεί όπου μπορώ να ονειροπολώ ανενόχλητη, εκεί όπου είναι πάντα γαλήνια και δροσερά.

Σχόλια

  1. Ax!!!Πόσο πίσω με γύρισες.Εμείς διαβάζαμε τα μεσημέρια Τιραμόλα και το Παιδί Φάντασμα.Ενα τέτοιο μεσημέρι διάβασα "Την καλύβα του Μπαρμπα-θωμά και την Πολυάννα Παντρεμένη και την Πολυάννα μαμά.
    Εφτιαχνα κι εγω κεφτεδάκια απο λάσπη,είχα ξεχάσει πως ρούφαγα το αγιόκλημα,μυρίζω τα φασολάκια και τα γεμιστά ακόμα και τώρα και θυμάμαι την κρέμα καραμελέ στα τσίγκινα κουπάκια.
    Αχ! να είσαι καλά για όλες αυτές τις όμορφες αναμνήσεις που μου ξύπνησες!!!!!
    Ολυμπία.
    Υ.Γ.(Το σπίτι υπάρχει ακόμα είναι το πατρικό μου στην Χαλκίδα αλλά έχει χάσει κομμάτι απο την μαγεία του)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να προσθέσω και παγωμένο καρπούζι! Μια φορά είχα φάει τόσο που με έπιασε η κοιλιά μου! Μάλλον κι εγώ δε θα έβλεπα το σπίτι τόσο "μαγικό" αν υπήρχε ακόμα. Μάλλον γιατί έχω μεγαλώσει και ως ενήλικη έχω την τάση να "απομυθοποιώ/ αποδομώ" τα πράγματα, ενώ ένα παιδί βλέπει μαγεία παντού...

      Διαγραφή
  2. Πολύ όμορφο το άρθρο Χριστίνα. Μου θύμισες κι εμενα όμορφα χρόνια που έζησα στην παιδική μου ηλικία, τότε που χαιρόμασταν με πολύ απλά πράγματα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου