Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Παραμυθο-σκαρώματα με αφορμή... ένα αυτοκινητάκι!

Ο Δημήτρης είναι γιος του καλύτερου φίλου μου και βαφτιστήρι μου. Δυστυχώς δεν τον βλέπω συχνά – εκείνοι μένουν στην Αθήνα, εμείς στο Ηράκλειο – γι’ αυτό και προσπαθώ στις μετρημένες στα δάχτυλα συναντήσεις μας να περνάμε ουσιαστικό χρόνο μαζί. Όταν ήταν μωρό, τον έκανα μπάνιο μαζί με τη μαμά του και μετά του έδινα εγώ το γάλα του. Τώρα που είναι πια σχεδόν 3,5 χρονών και πίνει το γάλα του με το καλαμάκι καθισμένος αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα στο δωμάτιό του, κάθομαι κι εγώ δίπλα του και «τα λέμε».

Τις προάλλες λοιπόν, που είχα πάει να του δώσω το Χριστουγεννιάτικο δώρο του (ένα τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι), μου ζήτησε να του πω ένα παραμύθι. Ευκολάκι, σκέφτηκα, θα του πω μια από τις ιστορίες που λέω και στη Σοφία. Όμως ο Δημήτρης δεν είναι πια μωρό! Αφού ξετίναξε την ιστορία μου με τα γιατί και τα διότι, άρχισε και τις «παραγγελιές»! «Θα μου πεις ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι με τον Άγιο Βασίλη;» Ουπς! Δεν μπορούσα να θυμηθώ κανένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι, πόσο μάλλον με τον Άγιο Βασίλη! Για να μην τον απογοητεύσω, ξεκίνησα με την πρώτη φράση που μου ήρθε στο μυαλό και ευχήθηκα να μου έρθει έμπνευση στη συνέχεια.  «Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο Άγιος Βασίλης ετοιμαζόταν να ανέβει στο έλκηθρό του για να ξεκινήσει να μοιράζει παιχνίδια στα παιδιά, όταν διαπίστωσε ότι οι τάρανδοι έλειπαν! Έλειπαν γιατί ήταν και οι έξι άρρωστοι!»
Είναι όντως έξι οι τάρανδοι; Ιδέα δεν είχα! Παρόλα αυτά, συνέχισα: «Ο ένας είχε πονοκέφαλο, ο άλλος πονόδοντο, ο τρίτος πονόλαιμο, ο τέταρτος πονόκοιλο, ο πέμπτος είχε χτυπήσει το πόδι του και ο έκτος τη ράχη του. Πως θα μοίραζε τα παιχνίδια τώρα ο Άγιος Βασίλης; Ποιος θα έσερνε το έλκηθρό του; Θα έμεναν τα παιδιά χωρίς δώρα αυτή την Πρωτοχρονιά;»

Καταλαβαίνετε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι με τις τελευταίες τρεις ρητορικές ερωτήσεις απλώς προσπαθούσα να κερδίσω χρόνο. Δεν είχα ακόμα σκεφτεί πως θα έβγαζα τον Άγιο Βασίλη από τη δύσκολη θέση. Και όπως κοιτούσα γύρω-γύρω στο δωμάτιο του Δημήτρη μπας και μου έρθει καμιά ιδέα, έπεσε το βλέμμα μου στο τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι που του είχα φέρει. Αναστέναξα με ανακούφιση και είπα: «Και ξέρεις τι έκανε τότε ο Άγιος Βασίλης; Έβγαλε από το σάκο του έξι πακέτα και τα άνοιξε. Κάθε πακέτο είχε μέσα ένα αυτοκινητάκι που θα το πήγαινε δώρο σε κάποιο αγοράκι. Έδεσε τα έξι αυτοκινητάκια στη θέση των ταράνδων και το έλκηθρο ξεκίνησε! Και έτσι ο Άγιος Βασίλης μπόρεσε να μοιράσει στα παιδιά τα δώρα και αυτή την Πρωτοχρονιά».
«Κι άλλο, κι άλλο!» ξεφώνησε ο Δημήτρης. «Τώρα να μου πεις ένα με τον ήλιο.» Προς στιγμή τα έχασα. Νόμιζα ότι είχα καταλάβει λάθος. «Ποιον ήλιο; Αυτόν που βγαίνει κάθε πρωί και γίνεται μέρα;» «Ναι, ναι αυτόν!» Παραμύθι με τον ήλιο;; Νομίζω ότι και ο καλύτερος παραμυθάς του κόσμου θα τα είχε βρει λίγο σκούρα!! Το αυτοκινητάκι όμως πάλι με ξελάσπωσε! «Ένα ξημέρωμα, την ώρα που Ήλιος και ο καλύτερός του φίλος, το Φεγγάρι, έπαιζαν, το Φεγγάρι έσπασε κατά λάθος το αυτοκινητάκι του Ήλιου. Οι δυο φίλοι μάλωσαν τόσο πολύ που χώρισαν μουτρωμένοι. Το Φεγγάρι πήγε για ύπνο, αλλά ο Ήλιος που κανονικά έπρεπε να ανατείλει για να ξημερώσει η μέρα, ήταν τόσο στεναχωρημένος που δε βγήκε καθόλου. Μαύρο σκοτάδι στη γη! Ο κόσμος ήταν πολύ ανήσυχος. Που πήγε ο Ήλιος; Δε θα ανατείλει ποτέ πια ξανά; Και ύστερα ήρθε το βράδυ εκείνης της σκοτεινής μέρας και βγήκε το Φεγγάρι. Ήταν κι αυτό πολύ στεναχωρημένο. Δεν είχε σπάσει επίτηδες το αυτοκινητάκι του Ήλιου. Ήταν τόσο στεναχωρημένο που άρχισε να κλαίει. Ένα αγοράκι, ο Δημήτρης, που είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί, άκουσε το κλάμα του Φεγγαριού και βγήκε στο μπαλκόνι. ‘Φεγγάρι γιατί κλαις;’ Το ρώτησε. ‘Έσπασα το αυτοκινητάκι του καλύτερού μου φίλου, του Ήλιου. Και τώρα αυτός δε μου μιλάει. Μπουχουχου….’ Τότε ο Δημήτρης μπήκε μέσα στο δωμάτιό του και πήρε ένα από τα αυτοκινητάκια του. Όταν ξαναβγήκε έξω, είπε στο Φεγγάρι: ‘Ορίστε, πάρε αυτό το αυτοκινητάκι να το δώσεις στον Ήλιο.’ Πράγματι, το Φεγγάρι περίμενε μέχρι το ξημέρωμα που θα συναντιόταν με τον Ήλιο και του έδωσε το αυτοκινητάκι του Δημήτρη. Οι δυο φίλοι τα ξαναβρήκαν και ο Ήλιος ανέτειλε την επόμενη μέρα κανονικά.»

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η μαμά του Δημήτρη, η Ευτυχία. «Μαμά μαμά, ο Δημήτρης ο Ρόγκος έδωσε στον Ήλιο το αυτοκινητάκι του γιατί το Φεγγάρι είχε σπάσει το δικό του!» Κοίταξα την Ευτυχία με απορία. Ποιος είναι αυτός ο Δημήτρης ο Ρόγκος; Αργότερα μου εξήγησε ότι είναι συμμαθητής του στον παιδικό σταθμό. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για αυτή την αντίδραση του βαφτισιμιού μου. Προφανώς στο παραμύθι εγώ είχα υπονοήσει ότι το αγοράκι που έδωσε το αυτοκινητάκι του στο Φεγγάρι ήταν ο ίδιος και το αυτοκινητάκι ήταν αυτό που του είχα χαρίσει εγώ. Είτε λοιπόν ο Δημήτρης έχει τόσο μεγάλη εκτίμηση στο συνονόματο φίλο του για να του δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο είτε απλώς… δεν ήθελε να αποχωριστεί το αυτοκινητάκι του!!

Σχόλια

  1. Τι φαντασια! Μπραβο Χριστινα! Καλες γιορτες να εχεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κι εσείς να περάσετε καλά και θα ανταλλάξουμε εντυπώσεις όταν επιστρέψω! Φιλιά σε Φ & Μ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μάλλον το δεύτερο! Εξ'αλλου, δεν θα χάριζε τόσο εύκολα το δώρο μιάς τέτοιας σπουδαίας νονάς! Κοίτα να το κάνεις επάγγελμα γιατί εχείς ταλέντο στα παραμύθια, πραγματικά στο λέω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου