Όταν ήμουν μικρή και τύχαινε να αρρωστήσω, η χαρά μου ήταν διπλή. Καταρχήν δε θα πήγαινα σχολείο και μετά θα έτρωγα τη σουπίτσα της μαμάς μου. Μια απλή ντοματόσουπα ήταν, αλλά για μένα είχε γεύση υπέροχη και τόσο κατευναστική… Με έβαζε στο κρεβάτι, μισόκλεινε τα πατζούρια και μετά έβγαινε από το δωμάτιο επιβάλλοντας ησυχία στο υπόλοιπο σπίτι. Που και που ερχόταν να μου φέρει τη σούπα ή ένα ζεστό, να μου πάρει τη θερμοκρασία, να με ξανασκεπάσει κι εγώ ένιωθα, ήξερα , ότι όλα θα πάνε καλά. Κάποτε μεγάλωσα και έφυγα από το σπίτι. Μη φανταστείτε ότι πήγα πολύ μακριά: μέχρι τον κάτω όροφο της πολυκατοικίας. Τις ελάχιστες φορές που αρρώστησα και επέτρεψα στον εαυτό μου να μην πάω στο γραφείο, η μαμά μου ήταν εκεί, με τη σουπίτσα της και την καθησυχαστική της παρουσία, σαν να μου έλεγε «ξεκουράσου εσύ, μη σκέφτεσαι τίποτα, και θα τα φροντίσω όλα εγώ». Και τώρα που ζω καμιά διακοσαριά μίλια μακριά από τη μαμά μου, έτυχε να αρρωστήσω για πρώτη φορά αφότου απέκτησα τη Σοφία. Όχι ...