Ο Ίκαρος Τη στιγμή που άρχισε να πέφτει, ο Ίκαρος θυμήθηκε τη μάνα του. Τον τρόπο που του έστρωνε με φροντίδα τα τσουλούφια του που πετούσαν δεξιά κι αριστερά. Τα μάτια της που ήταν χαμογελαστά, όταν τον έλεγε: «Λεβέντη μου» κι ας είχε αφήσει λασπωμένες πατημασιές στο χαλί κι ας είχε κάνει τρέλες και είχε σκίσει το φρύδι του, μια ανάσα πάνω από το δεξί του μάτι… Θυμήθηκε και όλα αυτά που δεν θα ζήσει ξανά. Να ανοίγει τα χέρια σαν φτερά, με το ποδήλατο να τρέχει και το στόμα ανοιχτό να αλαλάζει θριαμβευτικά. Να σουτάρει την μπάλα στον Γιάννη, που ήταν αφύλαχτος κι εκείνος να πετυχαίνει το νικηφόρο σουτ. Και μετά άγαρμπες αγκαλιές και «Είμαστε πια πρωταθλητέεεες» μέχρι να βραχνιάσουν. Το πρώτο μεθύσι για εκείνο το κορίτσι που του είπε πως τον βλέπει σαν φίλο, με το κρασί που σούφρωσε ο Στέφανος από την κάβα του πατέρα του. Και μετά να ξερνάει στον κήπο και να σέρνεται να κλειστεί στο δωμάτιό του πριν τον πετύχει η μάνα του. Να πανηγυρίζει επειδή πέρασε στη σχολή, η περηφάνια της μάνας το...