Angelman Τα μάτια του, μεγάλα σαν δυο πελώριες λίμνες, κοιτούσαν με απορία τον κόσμο που ανοιγόταν έξω, στην πίσω αυλή. Ο ψηλός άντρας —πατέρας του; μάλλον πατέρας του— ήταν εκεί. Αυτός ο άνθρωπος τον σήκωνε προσεκτικά για να τον βγάλει στο μπαλκόνι, τον έδενε με επιμέλεια στη ζώνη του αυτοκινήτου, κάποιες μέρες τον τάιζε και του έλεγε ιστορίες μιλώντας αργά, σχεδόν τελετουργικά. Τα λόγια βέβαια έμεναν ακατάληπτα, μα η φωνή ήταν μελωδία, παρηγοριά. Εκείνο το πρωινό, ο άντρας άνοιξε μια βαθιά πληγή στο χώμα και φύτεψε ένα δέντρο λεπτό, ψηλό, με φύλλα ανοιχτόχρωμα και χιονισμένα κλαδάκια. Ο Πέτρος τεντωνόταν να το δει καλύτερα από το παράθυρο, μα η εικόνα κρυβόταν. Ένας μικρός ήχος, κάτι σαν λέξη που λύγισε, έφερε αμέσως κοντά του τη μητέρα του. Έσκυψε πάνω του, του χάιδεψε τα μαλλιά, και του μίλησε με εκείνον τον τρόπο που μόνο οι δυο τους καταλάβαιναν. Κι ύστερα, έσπρωξε το αμαξίδιο στον κήπο. -Σου αρέσει, Πέτρο μου; Ο μπαμπάς φύτεψε μια λεύκα. Να καθόμαστε στον ίσκιο της, να μας ...