Διαμαντόπετρες
Φαινόταν τόσο μυστηριώδες εκείνο το σπίτι στην κορυφή του βουνού. Που δεν ήταν μόνο σπίτι, αλλά και χώρος εργασίας, όπου δούλευε ως φύλακας ή ως τεχνικός ή ως κάτι άλλο ο φίλος των γονιών της, ο μπαμπάς του μεγάλου κοριτσιού και του μικρού αγοριού που την ξεναγούσαν τώρα στον περίβολο.«Πάμε στο παρατηρητήριο», είπε το αγόρι καθώς περνούσαν ανάμεσα σε παρτέρια με φουντωτούς θάμνους που έμοιαζαν τέλειες κρυψώνες.
Το παρατηρητήριο ήταν στην πλαϊνή πλευρά, μπροστά τους το βουνό κατρακυλούσε άτσαλα προς τον κάμπο. Ανέβηκαν, χάζεψαν το πολύχρωμο μωσαϊκό από κτήματα και χωριά, τη θάλασσα πιο πέρα.
«Φαντάζεστε να ζούσαμε μια περιπέτεια εδώ;» είπε στα δυο παιδιά. «Σαν να ήμασταν οι Πέντε Φίλοι;»
Το είχαν φανταστεί. Άρχισαν να πέφτουν ιδέες για την ιστορία που θα σκάρωναν: Αδίστακτοι κακοποιοί είχαν καταλάβει το σπίτι κι ετοιμάζονταν να εισβάλουν στο χωριό από κάτω. Ή κρατούσαν όμηρο τον πατέρα των παιδιών ζητώντας του να αποκαλύψει μυστικά της δουλειάς του. Ή περίμεναν τους συνεργούς τους να κατέβουν με ελικόπτερο. Ή…
Όλες οι ιδέες έμεναν στη μέση, κάπου σκόνταφταν, μετά από λίγο τούς φαίνονταν χαζές.
«Δε θα σκεφτούμε ποτέ μια ιδέα της προκοπής», είπε απογοητευμένη.
Περιφέρθηκαν για λίγο άσκοπα στον χώρο.
«Έλα να δεις κάτι», φώναξε το αγόρι.
Της έδειξε κάτι γυαλιστερές πέτρες που φύτρωναν στο έδαφος λίγο παρακεί.
«Τις λέμε διαμαντόπετρες».
Ξέχασε τα μυστήρια, άρχισε να μαζεύει πολύτιμες πέτρες.
«Πάρε όσες θες», είπε το κορίτσι.
Δεν ήταν πολύτιμες, της εξήγησε το απόγευμα στο αυτοκίνητο ο μπαμπάς της. Κάποιο πέτρωμα που γυάλιζε ήταν.
Δεν την ένοιαζε. Τις κοίταζε απλωμένες στην ποδιά της και ήξερε πως επιτέλους είχε βρει τον λόγο για τον οποίο είχαν εισβάλει στο σπίτι οι κακοποιοί στο μυστήριο που προσπαθούσε να σκαρώσει με τα παιδιά το μεσημέρι.
Γυρνώντας στο δικό της σπίτι, έκρυψε τις διαμαντόπετρες στο σπιτάκι από λινάτσες, χαρτόνια και πλαστικά που είχαν φτιάξει με τον ξάδερφό της. Έτσι θα έκαναν κι οι Μυστικοί Εφτά εξάλλου με κάτι τόσο πολύτιμο.
Πέρασαν χρόνια, το σπιτάκι γκρεμίστηκε, οι διαμαντόπετρες χάθηκαν.
Η ιστορία δε γράφτηκε ποτέ – ή μάλλον τελικά γράφτηκε, κάπως αναπάντεχα, πολύ καιρό μετά, σήμερα, εδώ.
Η Ελένη
Γεωργοστάθη γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1973. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στην
Αθήνα και στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας και εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, ενώ
παράλληλα γράφει βιβλία για παιδιά. Κάποια από αυτά είναι ιστορίες μυστηρίου,
ένα είδος που λάτρευε από μικρή. Στην ιστορία που δημοσιεύεται εδώ όλα είναι
αληθινά: το σπίτι στο βουνό, το παρατηρητήριο, οι διαμαντόπετρες. Όπως κι η
λαχτάρα η δική της και των άλλων δυο παιδιών να ζήσουν, έστω και στη φαντασία
τους, μια περιπέτεια αντάξια των ηρώων στ’ αγαπημένα τους βιβλία. Με το μεγάλο
κορίτσι και το μικρό αγόρι έχει εδώ και πολλά χρόνια χαθεί. Η μέρα εκείνη όμως
που πέρασε μαζί τους παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη της. Όπως κι η
ιστορία μυστηρίου που οι τρεις τους άφησαν στη μέση για να γίνουν, από τη μια
στιγμή στην άλλη, από ντετέκτιβ κυνηγοί πολύτιμων λίθων.
Διαμαντόπετρες © 2025 by Ελένη Γεωργοστάθη is licensed under Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 International

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου