Πείνα
Με το που ξύπνησα για να αρχίσω το ταξίδι μου γύρω από τον κόσμο, ήξερα πως αυτό που θα αντίκριζα, δεν θα μου άρεσε.
Το ένιωσα στο στομάχι μου που είχε δεθεί κόμπος. Το ψηλάφισα στην καρδιά μου που πονούσε ήδη λες και την είχαν μαχαιρώσει βαθιά. Τα μάτια μου υποψιάζονταν τι θα αντικρίσουν. Είχαν ήδη βουρκώσει.
Σκέφτηκα να αναβάλω το ταξίδι μου. Το αίτημα μου απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Αδύνατον, μου απάντησε ο ύψιστος.
«Κουράγιο», μου ψιθύρισε και με ακούμπησε στον ώμο, δίνοντας μου την ευχή του.
Δεν είχα διαφυγή.
Ξεκίνησα τη διαδρομή διστακτικά. Το σύννεφο που με συνόδευε έκανε ό,τι μπορούσε να μου κρύψει τις πληγές.
Έφτασα όμως αναπόφευκτα σε εκείνη τη λωρίδα γης. Και είδα.
Μικρά χεράκια να κρατάνε πιάτα αδειανά, με μάτια γεμάτα ελπίδα.
Άκουσα στομάχια να γουργουρίζουν πιο δυνατά κι από τις βόμβες που ισοπέδωναν την πόλη τους.
Είδα μανάδες να κόβουν το ψωμί, να το μοιράσουν στα παιδιά τους.
Είδα παιδιά που έπαιζαν με πέτρες που κάποτε ήταν σπίτια.
Είδα σχολεία χωρίς φωνές και γέλια.
Είδα ατέλειωτες ουρές για ένα πιάτο φαΐ.
Μύρισα την πείνα. Πλανιόταν στον αέρα. Κολλούσε στα ρούχα, στα μαλλιά, στις ανάσες των ανθρώπων.
Είδα ψυχές που πάλευαν να μη σβήσουν, όπως σβήνει η μέρα όταν φεύγω εγώ.
Και ντράπηκα.
Γιατί εγώ, ο ήλιος, που όλα τα μπορώ, αδυνατώ να φωτίσω τα μυαλά, να ζεστάνω τις καρδιές, να μαλακώσω τις λέξεις των δυνατών της γης.
Σκοτεινά μυαλά, παγωμένες καρδιές, στόματα που σκορπίζουν σκληρές εντολές για νέες βόμβες.
Δεν μπορώ να δώσω πίσω στα παιδιά της μικρής αυτής λωρίδας γης, το δικαίωμα να μεγαλώσουν. Χωρίς πείνα. Χωρίς βόμβες. Χωρίς σκοτάδι.
Ένα παιδί μου ψιθύρισε: «Ευχαριστώ που ήρθες. Ίσως κάποιος τώρα με δει και τότε η πείνα πάψει να υπάρχει».
Οι αλήθειες δεν πρέπει να μένουν στο σκοτάδι. Και το παιδί που πεινά είναι η αλήθεια του κόσμου μας.
Θα ερχόμουν ξανά και ξανά. Να το φωτίζω μέχρι να το δουν όλοι.
Το παιδί σήκωσε το χέρι του και μου έστειλε φιλί.
Μου φώτισε το μέσα μου και ας ήμουνα εγώ το φως.
![]() |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου