Τα ξημερώματα της 29ης Οκτωβρίου άλλαξε η ώρα και
μαζί τέλειωσε επίσημα το καλοκαίρι. Ήμασταν οικογενειακώς στο Μύρτος, ένα παραλιακό
χωριό κοντά στην Ιεράπετρα που έχω αγαπήσει μέσα στα χρόνια. Έχουν οι θείοι μου ένα σπιτάκι εκεί αλλά, ως κάτοικοι Αθήνας, δεν πηγαίνουν τόσο συχνά κι έτσι μας το παραχωρούν. Από τότε που
γεννήθηκε η Σοφία, πηγαίνουμε σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, από τα τέλη της
άνοιξης μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου, και παρατηρούμε πώς το μέρος αλλάζει
καθώς εναλλάσσονται οι εποχές. Πώς αρχίζει να ντύνεται καλοκαιρινά στις αρχές
της σεζόν με τους λιγοστούς -κυρίως ξένους- επισκέπτες, πώς σιγά-σιγά γεμίζει
κόσμο και ομπρέλες και πώς, καθώς ο καιρός ψυχραίνει, οι
τελευταίοι τουρίστες αναχωρούν και οι μαγαζάτορες ετοιμάζονται να κλείσουν για
να ξεκουραστούν.
Η Σοφία έχει ουσιαστικά μεγαλώσει στο Μύρτος. Τους ξέρει όλους και όλοι την ξέρουν. Τα δικά μας ονόματα πολύ πιθανό δεν τα θυμούνται, είμαστε απλά οι γονείς της Σοφίας. «Γεια σου Σοφία!» ακούμε από διαφορετικούς ανθρώπους καθώς κάνουμε βόλτα στον παραλιακό δρόμο. Κι εκείνη σταματάει και με τον καθένα συζητάνε τα δικά τους. Όπως με τον ευτραφή κύριο Γιάννη που σχολίαζαν την κοιλιά του και ότι δεν είναι στην πραγματικότητα κοιλιά, αλλά σακούλα στην οποία βάζει όλο και περισσότερα πράγματα.
Ο κύριος Γιάννης, με τη βροντερή φωνή και το παχύ μουστάκι, είχε μαζί με τον αδερφό του ενοικιαζόμενα δωμάτια, καταδυτικό κέντρο και τη σκυλίτσα την Ντόλυ. Όταν μας πρωτοέβλεπε κάθε Παρασκευή βράδυ που φτάναμε στο Μύρτος, μας έλεγε: «Α! Ήρθε κιόλας το Σαββατοκύριακο! Ούτε και το κατάλαβα πώς πέρασε η εβδομάδα. Καλώς ήλθατε λοιπόν!»
Τα ξημερώματα της 29ης Οκτωβρίου ο κύριος Γιάννης πέθανε. Μαζί με το τέλος του καλοκαιριού, τέλειωσε και η ζωή του. Δεν έμαθα ποτέ κάτι παραπάνω γι’ αυτόν, πέρα από το ότι ήταν πάντοτε χαμογελαστός, πάντοτε καλός με τη Σοφία και ευγενής με εμάς. Δε χρειάζομαι περισσότερα για να τον θυμάμαι, όμως αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω κάτι γι’ αυτόν. Ίσως για να μην τον ξεχάσει η Σοφία.
Η Σοφία έχει ουσιαστικά μεγαλώσει στο Μύρτος. Τους ξέρει όλους και όλοι την ξέρουν. Τα δικά μας ονόματα πολύ πιθανό δεν τα θυμούνται, είμαστε απλά οι γονείς της Σοφίας. «Γεια σου Σοφία!» ακούμε από διαφορετικούς ανθρώπους καθώς κάνουμε βόλτα στον παραλιακό δρόμο. Κι εκείνη σταματάει και με τον καθένα συζητάνε τα δικά τους. Όπως με τον ευτραφή κύριο Γιάννη που σχολίαζαν την κοιλιά του και ότι δεν είναι στην πραγματικότητα κοιλιά, αλλά σακούλα στην οποία βάζει όλο και περισσότερα πράγματα.
Ο κύριος Γιάννης, με τη βροντερή φωνή και το παχύ μουστάκι, είχε μαζί με τον αδερφό του ενοικιαζόμενα δωμάτια, καταδυτικό κέντρο και τη σκυλίτσα την Ντόλυ. Όταν μας πρωτοέβλεπε κάθε Παρασκευή βράδυ που φτάναμε στο Μύρτος, μας έλεγε: «Α! Ήρθε κιόλας το Σαββατοκύριακο! Ούτε και το κατάλαβα πώς πέρασε η εβδομάδα. Καλώς ήλθατε λοιπόν!»
Τα ξημερώματα της 29ης Οκτωβρίου ο κύριος Γιάννης πέθανε. Μαζί με το τέλος του καλοκαιριού, τέλειωσε και η ζωή του. Δεν έμαθα ποτέ κάτι παραπάνω γι’ αυτόν, πέρα από το ότι ήταν πάντοτε χαμογελαστός, πάντοτε καλός με τη Σοφία και ευγενής με εμάς. Δε χρειάζομαι περισσότερα για να τον θυμάμαι, όμως αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω κάτι γι’ αυτόν. Ίσως για να μην τον ξεχάσει η Σοφία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου